συνημμένας — συνημμένᾱς , συνάπτω join together perf part mp fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) συνημμένᾱς , συνάπτω join together perf part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασυνάπτομαι — Α συνάπτομαι, συνδέομαι με έναν αιτιώδη σύνδεσμο («[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾱλλον ἤ ἧττον παρασυνάπτονται», Κρίν. Στωικ.) … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
συνημμένως — ΝΑ, και συνημμένα Ν επίρρ. μαζί, ενωμένα αρχ. (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας) αποτελώντας ένα ενιαίο σύνολο … Dictionary of Greek
συνάπτω — σύναψα, συνάφθηκα, συνημμένος 1. συνδέω: Συνημμένα έγγραφα. 2. μτφ., «Συνάπτω γάμο», παντρεύομαι· «Συνάπτω μάχη», μάχομαι· «Συνάπτω σχέσεις με κάποιον», σχετίζομαι με κάποιον· «Συνάπτω συνθήκη», συνθηκολογώ· «Συνάπτω δάνειο», δανείζομαι κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνημμέναι — συνάπτω join together perf part mp fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) συνημμένᾱͅ , συνάπτω join together perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)